Anonymous

διαπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[ξεγλιστρώ]], [[εκπίπτω]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για διαδόσεις και ειδήσεις, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπάω]] σε κομμάτια, κομματιάζομαι, τεμαχίζομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, αποδεικνύομαι εντελώς [[λάθος]], απατώμαι, [[σφάλλω]], σε Αριστοφ., Αισχίν.
|lsmtext='''διαπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[ξεγλιστρώ]], [[εκπίπτω]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για διαδόσεις και ειδήσεις, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπάω]] σε κομμάτια, κομματιάζομαι, τεμαχίζομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, αποδεικνύομαι εντελώς [[λάθος]], απατώμαι, [[σφάλλω]], σε Αριστοφ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπίπτω:''' (aor. διέπεσον)<br /><b class="num">1)</b> распадаться, рассыпаться, разваливаться (διαλύεσθαι καὶ δ. Plat.; ἡ γῆ ὑπερυγραινομένη διαπίπτει Arst.);<br /><b class="num">2)</b> падать сквозь (что-л.), проваливаться (τὰ στενὰ διαπίπτει Arst.);<br /><b class="num">3)</b> разбегаться (ἐν τῇ [[μάχη]] Xen.): οἱ διαπεσόντες Plut. дезертиры;<br /><b class="num">4)</b> прорываться, ускользать, убегать (πρός τινα Xen., Plut. и εἰς τόπον τινά Polyb., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> попадать, распространяться: τοῦ λόγου διαπεσόντος εἰς τὰ στρατεύματα Plut. когда эта весть разнеслась по войскам;<br /><b class="num">6)</b> ошибаться: ὁ δ᾽ [[αὐτός]] φησιν … διαπίπτων Diog. L. он сам ошибочно утверждает, будто …;<br /><b class="num">7)</b> проваливаться, не удаваться: τὸ [[συκοφάντημα]] [[αὐτῷ]] διέπιπτεν Aeschin. его донос не имел успеха;<br /><b class="num">8)</b> терпеть неудачу (διαπέσοιμι [[πανταχῆ]] Arph.).
}}
}}