Anonymous

διάδρομος: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδρομος]], Α και [[διάδρομος]], -ον)<br /><b>1.</b> η [[δίοδος]], το [[πέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμήκης]] [[χώρος]] μέσω του οποίου συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους και με την [[έξοδο]] τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[επιμήκης]] για την [[επικοινωνία]] τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο περιπλανώμενος<br />β) ο [[παράνομος]]<br />γ) ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[διαδρομή]].
|mltxt=ο (AM [[διάδρομος]], Α και [[διάδρομος]], -ον)<br /><b>1.</b> η [[δίοδος]], το [[πέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμήκης]] [[χώρος]] μέσω του οποίου συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους και με την [[έξοδο]] τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[επιμήκης]] για την [[επικοινωνία]] τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο περιπλανώμενος<br />β) ο [[παράνομος]]<br />γ) ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[διαδρομή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάδρομος:''' -ον ([[διαδραμεῖν]]), αυτός που τρέχει μέσα από ή [[ολόγυρα]], διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· [[λέχος]] δ., παραστρατημένη, παράνομη [[αγάπη]], σε Ευρ.
}}
}}