Anonymous

διαπλέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαπλέω]])<br /><b>1.</b> [[πλέω]] [[μέσα]] από [[πέλαγος]], πορθμό κ.λπ., από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> «[[διαπλέω]] τον βίον» — [[περνώ]] τη ζωή μου, [[διαβιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέω]] σε ή [[κατά]] [[μήκος]]<br /><b>2.</b> [[περνώ]] (πλέοντας ή κολυμπώντας) [[μέσα]] από [[κάτι]].
|mltxt=(AM [[διαπλέω]])<br /><b>1.</b> [[πλέω]] [[μέσα]] από [[πέλαγος]], πορθμό κ.λπ., από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> «[[διαπλέω]] τον βίον» — [[περνώ]] τη ζωή μου, [[διαβιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέω]] σε ή [[κατά]] [[μήκος]]<br /><b>2.</b> [[περνώ]] (πλέοντας ή κολυμπώντας) [[μέσα]] από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
}}