Anonymous

διαπλέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπλέω:''' переплывать ([[πλοῖον]] διαπλέον Thuc.; [[Μέγαράδε]] Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν [[Αἰγαῖον]] Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь.
}}
}}