3,251,689
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπλέω:''' переплывать ([[πλοῖον]] διαπλέον Thuc.; [[Μέγαράδε]] Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν [[Αἰγαῖον]] Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь. | |||
}} | }} |