Anonymous

διαπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαπρέπω]]) [[πρέπω]]<br /><b>1.</b> διακρίνομαι, [[υπερέχω]], [[εξέχω]]<br /><b>2.</b> [[κινώ]] τον θαυμασμό<br /><b>μσν.</b><br />[[ευνοώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]], [[στολίζω]].
|mltxt=(AM [[διαπρέπω]]) [[πρέπω]]<br /><b>1.</b> διακρίνομαι, [[υπερέχω]], [[εξέχω]]<br /><b>2.</b> [[κινώ]] τον θαυμασμό<br /><b>μσν.</b><br />[[ευνοώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]], [[στολίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}