Anonymous

διαπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρέπω:''' <b class="num">1)</b> выдаваться, выделяться, быть заметным (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH, Anth.): ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. он был узнан по своеобразному гребню шлема; πάντων δ. τινί Eur. превосходить всех в чем-л. или чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> украшать (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.).
}}
}}