Anonymous

διαχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">A</b> intr.<br /><b class="num">I</b> sobre [[διά]] ‘hasta el otro lado’<br /><b class="num">1</b> [[pasar a través de]] (πῦρ) δι' ὕδατος καὶ γῆς ἀέρος τε ... διαχωρεῖ Pl.<i>Ti</i>.78a, cf. Hp.<i>Nat.Puer</i>.25<br /><b class="num">•</b>frec. fisiol. [[pasar hacia fuera]], [[retirarse]], [[eliminarse]] en forma de evacuación εἰ δὲ βρώματα διεχώρει pero si los alimentos no hicieran más que pasar</i> Hp.<i>Morb</i>.4.44, ἡ κόπρος οὐ διαχωρέει Hp.<i>Int</i>.13, cf. Luc.<i>Lex</i>.21, αἵματός τε καὶ ξύσματος διαχωρεόντων Hp.<i>Prorrh</i>.2.22<br /><b class="num">•</b>impers. κάτω διεχώρει αὐτοῖς tenían diarrea</i> X.<i>An</i>.4.8.20<br /><b class="num">•</b>τὰ διαχωρέοντα [[las evacuaciones]] ref. a la orina, Hp.<i>Aph</i>.7.67, a las heces, Hp.<i>Hum</i>.4.<br /><b class="num">2</b> [[circular]] ὁποῖον τὸ νόμισμα ... διαχωρεῖ παρὰ τοῖς κάτω Luc.<i>Luct</i>.10<br /><b class="num">•</b>fig. [[pasar la prueba]] (τοῦτο τὸ γένος τῆς ῥᾳδιουργίας) παρὰ τοῖς ἄλλοις διαχωρεῖν ἴσως οὐ θαυμαστόν Plb.18.40.3.<br /><b class="num">3</b> fig., c. suj. de cosas [[salir adelante]] ῥᾷόν τε γὰρ οὕτως ὡς ἕκαστα διαχωρήσει D.C.52.33.5.<br /><b class="num">II</b> c. idea de separación<br /><b class="num">1</b> [[apartarse]], [[separarse]] παραγγέλλει ... τούτους διαχωρῆσαι ordena que se aparten</i> Arr.<i>An</i>.1.1.8, cf. Philostr.<i>VA</i> 5.24, ὡς ... (τὰ χωρία) διεχώρει ἐς πλάτος a medida que el paso se iba ensanchando</i> Arr.<i>An</i>.2.8.2, cf. 7, del mar Rojo οὐ διαχωροῦντος ἐφ' ἑκάτερα τοῦ πελάγους Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.59.4<br /><b class="num">•</b>[[partir]], [[marcharse]] τινα μισθωτὸν συνσκευασάμενον αὐτὸν τὸν ὄνον ... διαχωρῆσαι <i>PSI</i> 359.7 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ensancharse]], [[dilatarse]] τὴν στρώμνην ... θλιβομένην γὰρ ἐν τῇ κατακλίσει πλατύνεσθαι καὶ διαχωρεῖν Plu.2.680a.<br /><b class="num">B</b> tr., como función fisiológica<br /><b class="num">1</b> [[evacuar]], [[deponer]] c. ac. int. κακῶς δ. τὰ ἀπὸ τῆς γαστρός Hp.<i>Prorrh</i>.2.4, los excrementos διὰ τὸ ... ἄπεπτα διαχωρεῖν por dejar pasar sin digerir (los alimentos)</i> Arist.<i>PA</i> 675<sup>a</sup>20, ἐλάχιστά τε καὶ ξηρά Anon.Lond.<i>Fr</i>.5, en v. pas. διαχωρήματα πρασοειδέα ... διαχωρούμενα Aret.<i>SD</i> 1.15.10, abs. κάτω διαχωρεῖν Pl.<i>Phdr</i>.268b, Hp.<i>Morb</i>.1.29, D.L.8.20, Them.<i>in Ph</i>.55.16, Anon.Lond.<i>Fr</i>.1<br /><b class="num">•</b>tb. ref. a la evacuación por la orina, en v. pas. διαχωρεῖται ... ὅσα λαμβάνεται Dsc.4.171.<br /><b class="num">2</b> caus. [[soltar]] el vientre, [[ser laxativo]] οἱ δὲ πισοὶ ... διαχωρέουσι δὲ μᾶλλον Hp.<i>Vict</i>.2.45, cf. Diocl.<i>Fr</i>.126<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., Hp.<i>Vict</i>.2.45.
|dgtxt=<b class="num">A</b> intr.<br /><b class="num">I</b> sobre [[διά]] ‘hasta el otro lado’<br /><b class="num">1</b> [[pasar a través de]] (πῦρ) δι' ὕδατος καὶ γῆς ἀέρος τε ... διαχωρεῖ Pl.<i>Ti</i>.78a, cf. Hp.<i>Nat.Puer</i>.25<br /><b class="num">•</b>frec. fisiol. [[pasar hacia fuera]], [[retirarse]], [[eliminarse]] en forma de evacuación εἰ δὲ βρώματα διεχώρει pero si los alimentos no hicieran más que pasar</i> Hp.<i>Morb</i>.4.44, ἡ κόπρος οὐ διαχωρέει Hp.<i>Int</i>.13, cf. Luc.<i>Lex</i>.21, αἵματός τε καὶ ξύσματος διαχωρεόντων Hp.<i>Prorrh</i>.2.22<br /><b class="num">•</b>impers. κάτω διεχώρει αὐτοῖς tenían diarrea</i> X.<i>An</i>.4.8.20<br /><b class="num">•</b>τὰ διαχωρέοντα [[las evacuaciones]] ref. a la orina, Hp.<i>Aph</i>.7.67, a las heces, Hp.<i>Hum</i>.4.<br /><b class="num">2</b> [[circular]] ὁποῖον τὸ νόμισμα ... διαχωρεῖ παρὰ τοῖς κάτω Luc.<i>Luct</i>.10<br /><b class="num">•</b>fig. [[pasar la prueba]] (τοῦτο τὸ γένος τῆς ῥᾳδιουργίας) παρὰ τοῖς ἄλλοις διαχωρεῖν ἴσως οὐ θαυμαστόν Plb.18.40.3.<br /><b class="num">3</b> fig., c. suj. de cosas [[salir adelante]] ῥᾷόν τε γὰρ οὕτως ὡς ἕκαστα διαχωρήσει D.C.52.33.5.<br /><b class="num">II</b> c. idea de separación<br /><b class="num">1</b> [[apartarse]], [[separarse]] παραγγέλλει ... τούτους διαχωρῆσαι ordena que se aparten</i> Arr.<i>An</i>.1.1.8, cf. Philostr.<i>VA</i> 5.24, ὡς ... (τὰ χωρία) διεχώρει ἐς πλάτος a medida que el paso se iba ensanchando</i> Arr.<i>An</i>.2.8.2, cf. 7, del mar Rojo οὐ διαχωροῦντος ἐφ' ἑκάτερα τοῦ πελάγους Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.59.4<br /><b class="num">•</b>[[partir]], [[marcharse]] τινα μισθωτὸν συνσκευασάμενον αὐτὸν τὸν ὄνον ... διαχωρῆσαι <i>PSI</i> 359.7 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ensancharse]], [[dilatarse]] τὴν στρώμνην ... θλιβομένην γὰρ ἐν τῇ κατακλίσει πλατύνεσθαι καὶ διαχωρεῖν Plu.2.680a.<br /><b class="num">B</b> tr., como función fisiológica<br /><b class="num">1</b> [[evacuar]], [[deponer]] c. ac. int. κακῶς δ. τὰ ἀπὸ τῆς γαστρός Hp.<i>Prorrh</i>.2.4, los excrementos διὰ τὸ ... ἄπεπτα διαχωρεῖν por dejar pasar sin digerir (los alimentos)</i> Arist.<i>PA</i> 675<sup>a</sup>20, ἐλάχιστά τε καὶ ξηρά Anon.Lond.<i>Fr</i>.5, en v. pas. διαχωρήματα πρασοειδέα ... διαχωρούμενα Aret.<i>SD</i> 1.15.10, abs. κάτω διαχωρεῖν Pl.<i>Phdr</i>.268b, Hp.<i>Morb</i>.1.29, D.L.8.20, Them.<i>in Ph</i>.55.16, Anon.Lond.<i>Fr</i>.1<br /><b class="num">•</b>tb. ref. a la evacuación por la orina, en v. pas. διαχωρεῖται ... ὅσα λαμβάνεται Dsc.4.171.<br /><b class="num">2</b> caus. [[soltar]] el vientre, [[ser laxativo]] οἱ δὲ πισοὶ ... διαχωρέουσι δὲ μᾶλλον Hp.<i>Vict</i>.2.45, cf. Diocl.<i>Fr</i>.126<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., Hp.<i>Vict</i>.2.45.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], [[εξέρχομαι]], εκκενούμαι, απρόσ., [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς, μαστίζονταν, υπέφεραν από [[διάρροια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για νομίσματα, είμαι ισχύων, [[αποδεκτός]], «περνώ», σε Λουκ.
}}
}}