Anonymous

διαχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], [[εξέρχομαι]], εκκενούμαι, απρόσ., [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς, μαστίζονταν, υπέφεραν από [[διάρροια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για νομίσματα, είμαι ισχύων, [[αποδεκτός]], «περνώ», σε Λουκ.
|lsmtext='''διαχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], [[εξέρχομαι]], εκκενούμαι, απρόσ., [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς, μαστίζονταν, υπέφεραν από [[διάρροια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για νομίσματα, είμαι ισχύων, [[αποδεκτός]], «περνώ», σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχωρέω:''' <b class="num">1)</b> проходить насквозь (δι᾽ [[ὕδατος]] καὶ γῆς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (об обуви) раздаваться, расходиться (πλατύνεσθαι καὶ δ. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> иметь хождение, обращаться (τὸ [[νόμισμα]] διαχωρεῖ [[παρά]] τισι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> идти вперед, развиваться ([[ἴσως]] Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> (чаще [[κάτω]] δ. Xen., Plat.) извергаться из организма (ἄπεπτα διαχωρεῖ Arst.): [[ἤμουν]] καὶ [[κάτω]] διεχώρει αὐτοῖς Xen. они страдали рвотой и поносом.
}}
}}