Anonymous

δημότερος: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημότερος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική [[τάξη]], ο μη [[ευγενής]]<br /><b>2.</b> [[κοινός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στον δήμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] το [[αγρότερος]]].
|mltxt=[[δημότερος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική [[τάξη]], ο μη [[ευγενής]]<br /><b>2.</b> [[κοινός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στον δήμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] το [[αγρότερος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημότερος:''' -α, -ον, = [[δημόσιος]], [[κοινός]], [[λαϊκός]], [[δημώδης]], σε Ανθ.
}}
}}