δημότερος
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
α, ον, poet. for
A δημοτικός 11, A.R.3.606.
II = δημόσιος 1.1, χρήματα AP9.693.
III = δημόσιος 1.2, common, vulgar, Κύπρις ib.415.2 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): dór. δᾱμ- IChS 180b (Curion V a.C.), Call.Fr.228.71
I 1de pers. del pueblo γυναῖκες A.R.1.783
•de abstr. del pueblo, que favorece al pueblo θέμιστες Arat.107.
2 que pertenece al Estado, público χρήματα AP 9.693 (Leont.)
•fig. δ. Κύπρις ref. a la prostitución AP 9.415 (Antiphil.).
II subst.
1 οἱ δημότεροι el pueblo ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισι A.R.3.606, δημοτέρων ... θεός AP 9.334 (Pers.), cf. Call.l.c., Apoll.Met.Ps.17.93.
2 sent. dud., quizá τὰ δαμότερα las tierras públicas, IChS l.c.
German (Pape)
[Seite 565] p. = δημοτικός; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, Κύπρις Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = δημόσιος; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 du peuple, plébéien;
2 public, commun.
Étymologie: δῆμος.
Russian (Dvoretsky)
δημότερος:
1 общенародный, общественный (χρήματα Anth.);
2 общедоступный (Κύπρις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δημότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δημοτικός ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = δημόσιος, κοινός, δημώδης, Κύπρις Ἀνθ. Π. 9. 415.
Greek Monolingual
δημότερος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική τάξη, ο μη ευγενής
2. κοινός
3. αυτός που ανήκει στον δήμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά προς το αγρότερος].
Greek Monotonic
δημότερος: -α, -ον, = δημόσιος, κοινός, λαϊκός, δημώδης, σε Ανθ.