Anonymous

διαπαύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαπαύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διακόπτω]], [[σταματώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαπαύω]] τον βίον» — [[πεθαίνω]]<br /><b>3.</b> [[καλώ]] κάποιον να διακόψει την [[εργασία]] για να ξεκουραστεί<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) αναπαύομαι<br />β) <b>φρ.</b> «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» — οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί.
|mltxt=[[διαπαύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διακόπτω]], [[σταματώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαπαύω]] τον βίον» — [[πεθαίνω]]<br /><b>3.</b> [[καλώ]] κάποιον να διακόψει την [[εργασία]] για να ξεκουραστεί<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) αναπαύομαι<br />β) <b>φρ.</b> «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» — οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανακόπτω]], [[καταπαύω]] — Μέσ., αναπαύομαι στα μεσοδιαστήματα, κάνω [[παύση]], κατ' [[εναλλαγή]], σε Πλάτ. — Παθ., [[παύω]] να [[υπάρχω]], διαλύομαι, σε Ξεν.
}}
}}