διαπαύω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανακόπτω]], [[καταπαύω]] — Μέσ., αναπαύομαι στα μεσοδιαστήματα, κάνω [[παύση]], κατ' [[εναλλαγή]], σε Πλάτ. — Παθ., [[παύω]] να [[υπάρχω]], διαλύομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαπαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανακόπτω]], [[καταπαύω]] — Μέσ., αναπαύομαι στα μεσοδιαστήματα, κάνω [[παύση]], κατ' [[εναλλαγή]], σε Πλάτ. — Παθ., [[παύω]] να [[υπάρχω]], διαλύομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπαύω:''' давать отдых (τὸν διαπαύσαντα ἵππον ὁρμῆσαι Xen.): ἐκ [[τούτου]] στρατιαὶ ἑκατέρων διεπέπαυντο Xen. на этом походы обеих сторон закончились; med. устраивать себе отдых, делать передышку, отдыхать Plat.
}}
}}