Anonymous

δίζω: Difference between revisions

From LSJ
425 bytes added ,  30 December 2018
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίζω]] (Α)<br />ι. [[αμφιβάλλω]], [[διστάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιδιώκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δι</i>- του <i>δις</i>. Πρόκειται για σπάνιο ρηματικό τ. που απαντά ήδη στον Όμηρο [[αλλά]] αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] του από το μεταγενέστερο [[διστάζω]]].
|mltxt=[[δίζω]] (Α)<br />ι. [[αμφιβάλλω]], [[διστάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιδιώκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δι</i>- του <i>δις</i>. Πρόκειται για σπάνιο ρηματικό τ. που απαντά ήδη στον Όμηρο [[αλλά]] αντικαταστάθηκε στη [[χρήση]] του από το μεταγενέστερο [[διστάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίζω:''' Επικ. παρατ. <i>δῖζον</i>·<br /><b class="num">I.</b> βρίσκομαι σε [[σύγχυση]], σε [[αμφιβολία]], [[αμφιβάλλω]], σε Ομήρ. Ιλ., Χρησμ. παρ' Ηροδ. (πιθ. από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[δίς]];),<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>δίζομαι</i>, = [[δίζημαι]], σε Θεόκρ.
}}
}}