Anonymous

διαπρύσιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[διαπρύσιος]], -α, -ον)<br />αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά [[κάτι]], [[ένθερμος]] [[υποστηρικτής]] («[[διαπρύσιος]] [[κήρυξ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπεραστικός]], [[οξύς]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαπεραστική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β' συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική [[ομοιότητα]] με το [[τηΰσιος]]. Υπετέθη ότι ανάγεται σε τ. <i>δια</i>-<i>πρύτιος</i>, του οποίου το θ. συνδέεται με τ. [[διαπρό]]<br />το -<i>τ</i>- θεωρείται ενθηματικό [[στοιχείο]] [[προς]] αποφυγήν της χασμωδίας το δε δυσερμήνευτο -<i>υ</i>-, [[αντί]] του -<i>ο</i>-, αιολισμός. Αναπόδεικτη παραμένει η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[πρύτανις]], ενώ το ίδιο αβέβαιη [[είναι]] και η [[παραγωγή]] της λ. από το [[διαπείρω]] με [[επίθημα]] <i>υ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bahut</i><i>ā</i>- «[[μεγάλος]] [[αριθμός]]»)].
|mltxt=-α, -ο (AM [[διαπρύσιος]], -α, -ον)<br />αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά [[κάτι]], [[ένθερμος]] [[υποστηρικτής]] («[[διαπρύσιος]] [[κήρυξ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπεραστικός]], [[οξύς]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαπεραστική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β' συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική [[ομοιότητα]] με το [[τηΰσιος]]. Υπετέθη ότι ανάγεται σε τ. <i>δια</i>-<i>πρύτιος</i>, του οποίου το θ. συνδέεται με τ. [[διαπρό]]<br />το -<i>τ</i>- θεωρείται ενθηματικό [[στοιχείο]] [[προς]] αποφυγήν της χασμωδίας το δε δυσερμήνευτο -<i>υ</i>-, [[αντί]] του -<i>ο</i>-, αιολισμός. Αναπόδεικτη παραμένει η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[πρύτανις]], ενώ το ίδιο αβέβαιη [[είναι]] και η [[παραγωγή]] της λ. από το [[διαπείρω]] με [[επίθημα]] <i>υ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bahut</i><i>ā</i>- «[[μεγάλος]] [[αριθμός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπρύσιος:''' [ῠ], -α, -ον ([[διαπεράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαπερνά, [[διαπεραστικός]]· ουδ. ως επίρρ., <i>πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</i>, [[ένας]] [[λόφος]] που εξέχει και τίθεται [[ανάμεσα]] στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχο, [[διαπεραστικός]], ανατριχιατικός, [[οξύς]], [[μεγαλόφωνος]]· <i>ἤϋσεν διαπρύσιον</i>, έβγαλε διαπεραστική [[κραυγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έπειτα]] ως επίθ., λέγεται για ήχο, <i>δ. ὄταβος</i>, σε Σοφ.· [[κέλαδος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., δ. [[κεραϊστής]], [[ολοφάνερος]] [[κλέφτης]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}