Anonymous

διαπρύσιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπρύσιος:''' [ῠ], -α, -ον ([[διαπεράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαπερνά, [[διαπεραστικός]]· ουδ. ως επίρρ., <i>πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</i>, [[ένας]] [[λόφος]] που εξέχει και τίθεται [[ανάμεσα]] στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχο, [[διαπεραστικός]], ανατριχιατικός, [[οξύς]], [[μεγαλόφωνος]]· <i>ἤϋσεν διαπρύσιον</i>, έβγαλε διαπεραστική [[κραυγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έπειτα]] ως επίθ., λέγεται για ήχο, <i>δ. ὄταβος</i>, σε Σοφ.· [[κέλαδος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., δ. [[κεραϊστής]], [[ολοφάνερος]] [[κλέφτης]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''διαπρύσιος:''' [ῠ], -α, -ον ([[διαπεράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαπερνά, [[διαπεραστικός]]· ουδ. ως επίρρ., <i>πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</i>, [[ένας]] [[λόφος]] που εξέχει και τίθεται [[ανάμεσα]] στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχο, [[διαπεραστικός]], ανατριχιατικός, [[οξύς]], [[μεγαλόφωνος]]· <i>ἤϋσεν διαπρύσιον</i>, έβγαλε διαπεραστική [[κραυγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έπειτα]] ως επίθ., λέγεται για ήχο, <i>δ. ὄταβος</i>, σε Σοφ.· [[κέλαδος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., δ. [[κεραϊστής]], [[ολοφάνερος]] [[κλέφτης]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρύσιος:''' и 2 (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> далеко простирающийся, обширный ([[ἄπειρος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> пронзительный, громкий (ὀλολυγαί HH; [[ὄτοβος]] Soph.; [[κέλαδος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> явный, отъявленный ([[κεραϊστής]] HH);<br /><b class="num">4)</b> ожесточенный ([[πόλεμος]] Diog. L.).
}}
}}