Anonymous

δίκη: Difference between revisions

From LSJ
3,782 bytes added ,  30 December 2018
4
(9)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δίκη]])<br /><b>1.</b> [[εκδίκαση]] μιας υποθέσεως για την [[εύρεση]] της αλήθειας και την [[απονομή]] της δικαιοσύνης<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («[[θεία]] [[δίκη]]»)<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ. με γεν.) (για ζώα και πράγματα) [[κατά]] τον τρόπο, τη [[συνήθεια]], ως, σαν («όρμησε [[δίκην]] τίγρεως»)<br /><b>μσν.</b><br />μέλλουσα [[κρίση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνήθεια]], έξη<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> [[δίκην]]<br />[[χάριν]], [[ένεκα]]<br /><b>3.</b> καλή [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], [[νόμος]], [[δίκαιο]]<br /><b>4.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> προσωποποιημένη θεά της δικαιοσύνης<br /><b>6.</b> (σε επιρρημ. ή εμπρόθ. [[χρήση]]) δίκαια, σωστά («δίκῃ, ἐν δίκῃ» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> δικαστική [[υπόθεση]], [[δίκη]] ιδιωτική, σε [[αντίθεση]] με τη [[γραφή]]<br /><b>9.</b> δικαστήριο<br /><b>10.</b> ό,τι επιδιώκεται με τη [[δίκη]] ή το αποτέλεσμά της, [[εξιλασμός]], [[ικανοποίηση]], [[πρόστιμο]]<br /><b>11.</b> ([[κατά]] τους Πυθαγόρειους) α) [[ονομασία]] του [[τρία]]<br />β) [[αντί]] για το [[πέντε]]<br /><b>12.</b> η [[φυσική]] [[τάξη]] τών πραγμάτων<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκην]] [[λαμβάνω]] [[παρά]] τίνος» — [[τιμωρώ]], εκδικούμαι<br />β) «[[δίκην]] [[λέγω]]» — [[αγορεύω]] [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] της δίκης<br />γ) «[[δίκην]] [[φεύγω]]» — κατηγορούμαι<br />δ) «δίκης [[τυγχάνω]] [[παρά]] τινος» — ενάγομαι<br />ε) «[[δίκην]] [[λαγχάνω]] τινί» — [[ενάγω]]<br />στ) «[[δίκην]] [[διώκω]]» — [[είμαι]] [[κατήγορος]]<br />ζ) «[[δίκην]] διδόναι τινί»<br />i) [[πληρώνω]], τιμωρούμαι<br />ii) [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br />η) «δίκας διδόναι και δέχεσθαι» — [[υποβάλλω]] τις διαφορές σε [[διαιτησία]]<br />θ) «[[δίκην]] ὀφλῶ ἡ [[ὀφλισκάνω]]» — καταδικάζομαι<br />ι) τὴν [[δίκην]] ἔχω<br />[[δίνω]] [[ικανοποίηση]]<br />ια) «[[δίκην]] αἰτῶ τινα» — [[ζητώ]] [[ικανοποίηση]]<br />ιβ) «δίκας αἱρῶ» — [[κερδίζω]] τη [[δίκη]]<br />ιγ) «[[δίκην]] ἐπιτίθημί τινι» — [[επιβάλλω]] [[ποινή]]<br />ιδ) «[[δίκην]] ἔχω» — τιμωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δίκη]], σπάνια στον Όμηρο, σήμαινε αρχικά «[[κανόνας]], [[τρόπος]], [[συνήθεια]], [[έθιμο]]» και χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τη λ. [[θέμις]]. Η σημ. αυτή απαντά [[επίσης]] και στην μτγν. [[ποίηση]] και από αυτήν προήλθε και το επίρρ. [[δίκην]] «[[κατά]] τον τρόπο, ως, σαν». Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το [[δείκνυμι]], με πρωταρχική σημ. «[[κατεύθυνση]], [[διεύθυνση]]» και ίσως «καθορισμένη, υποδεδειγμένη [[γραμμή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>diś</i>- και <i>dis</i><i>ā</i>- «[[κατεύθυνση]], ουράνια [[περιοχή]] και [[τρόπος]]»). Αργότερα, στην αττ. διάλεκτο, η λ. έγινε [[νομικός]] όρος και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Λατινική και Γερμανική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>dicis causa</i> «λόγου [[χάριν]]»), ενώ η λ. [[θέμις]] περιορίστηκε να δηλώνει τον [[θείο]] και ηθικό νόμο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δικάζω]], [[δίκαιος]], [[δικανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δικίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δικηγόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δικηφόρος]], [[δικογράφος]], [[δικοδίφης]], [[δικολόγος]], [[δικομήτρα]], [[δικορράπτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δικολέκτης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δικολάβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικονομία]]. (Β' συνθετικό) [[άδικος]], [[ανεπίδικος]], [[αντίδικος]], [[αυτόδικος]], [[διάδικος]], [[έκδικος]], [[ένδικος]], [[επίδικος]], [[κατάδικος]], [[σύνδικος]], [[υπόδικος]], [[φιλόδικος]], [[φυγόδικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγνόδικος]], <i>αδωσίδικος</i>, [[αμετρόδικος]], [[ανάδικος]], <i>αντέκδικος</i>, [[ανυπόδικος]], <i>απόδικος</i>, [[αποινόδικος]], <i>απρόδικος</i>, [[βαρύδικος]], [[δικαιάδικος]], [[δωσίδικος]], [[εκκλησιέκδικος]], [[εύδικος]], [[ευθύδικος]], [[εχθόσδικος]], [[ιθύδικος]], [[κοινόδικος]], [[λαόδικος]], <i>μεγαλόδικος</i>, [[μισόδικος]], [[ορθόδικος]], [[παλίνδικος]], [[πάνδικος]], [[παντάδικος]], [[παρεπίδικος]], [[πολύδικος]], [[πρόδικος]], [[σιδηροκατάδικος]], [[συνέκδικος]], [[υπέρδικος]] <b>νεοελλ.</b> <i>αυτοκατάδικος</i>, [[ελλανόδικος]], [[εξώδικος]], [[ληστοφυγόδικος]], [[ομόδικος]], [[πρωτέκδικος]], [[πρωτόδικος]], [[στρεψόδικος]], <i>υποδικοκατάδικος</i>, [[φιλέκδικος]]].
|mltxt=η (AM [[δίκη]])<br /><b>1.</b> [[εκδίκαση]] μιας υποθέσεως για την [[εύρεση]] της αλήθειας και την [[απονομή]] της δικαιοσύνης<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («[[θεία]] [[δίκη]]»)<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ. με γεν.) (για ζώα και πράγματα) [[κατά]] τον τρόπο, τη [[συνήθεια]], ως, σαν («όρμησε [[δίκην]] τίγρεως»)<br /><b>μσν.</b><br />μέλλουσα [[κρίση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνήθεια]], έξη<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> [[δίκην]]<br />[[χάριν]], [[ένεκα]]<br /><b>3.</b> καλή [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], [[νόμος]], [[δίκαιο]]<br /><b>4.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> προσωποποιημένη θεά της δικαιοσύνης<br /><b>6.</b> (σε επιρρημ. ή εμπρόθ. [[χρήση]]) δίκαια, σωστά («δίκῃ, ἐν δίκῃ» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> δικαστική [[υπόθεση]], [[δίκη]] ιδιωτική, σε [[αντίθεση]] με τη [[γραφή]]<br /><b>9.</b> δικαστήριο<br /><b>10.</b> ό,τι επιδιώκεται με τη [[δίκη]] ή το αποτέλεσμά της, [[εξιλασμός]], [[ικανοποίηση]], [[πρόστιμο]]<br /><b>11.</b> ([[κατά]] τους Πυθαγόρειους) α) [[ονομασία]] του [[τρία]]<br />β) [[αντί]] για το [[πέντε]]<br /><b>12.</b> η [[φυσική]] [[τάξη]] τών πραγμάτων<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκην]] [[λαμβάνω]] [[παρά]] τίνος» — [[τιμωρώ]], εκδικούμαι<br />β) «[[δίκην]] [[λέγω]]» — [[αγορεύω]] [[κατά]] τη [[διεξαγωγή]] της δίκης<br />γ) «[[δίκην]] [[φεύγω]]» — κατηγορούμαι<br />δ) «δίκης [[τυγχάνω]] [[παρά]] τινος» — ενάγομαι<br />ε) «[[δίκην]] [[λαγχάνω]] τινί» — [[ενάγω]]<br />στ) «[[δίκην]] [[διώκω]]» — [[είμαι]] [[κατήγορος]]<br />ζ) «[[δίκην]] διδόναι τινί»<br />i) [[πληρώνω]], τιμωρούμαι<br />ii) [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br />η) «δίκας διδόναι και δέχεσθαι» — [[υποβάλλω]] τις διαφορές σε [[διαιτησία]]<br />θ) «[[δίκην]] ὀφλῶ ἡ [[ὀφλισκάνω]]» — καταδικάζομαι<br />ι) τὴν [[δίκην]] ἔχω<br />[[δίνω]] [[ικανοποίηση]]<br />ια) «[[δίκην]] αἰτῶ τινα» — [[ζητώ]] [[ικανοποίηση]]<br />ιβ) «δίκας αἱρῶ» — [[κερδίζω]] τη [[δίκη]]<br />ιγ) «[[δίκην]] ἐπιτίθημί τινι» — [[επιβάλλω]] [[ποινή]]<br />ιδ) «[[δίκην]] ἔχω» — τιμωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δίκη]], σπάνια στον Όμηρο, σήμαινε αρχικά «[[κανόνας]], [[τρόπος]], [[συνήθεια]], [[έθιμο]]» και χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τη λ. [[θέμις]]. Η σημ. αυτή απαντά [[επίσης]] και στην μτγν. [[ποίηση]] και από αυτήν προήλθε και το επίρρ. [[δίκην]] «[[κατά]] τον τρόπο, ως, σαν». Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το [[δείκνυμι]], με πρωταρχική σημ. «[[κατεύθυνση]], [[διεύθυνση]]» και ίσως «καθορισμένη, υποδεδειγμένη [[γραμμή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>diś</i>- και <i>dis</i><i>ā</i>- «[[κατεύθυνση]], ουράνια [[περιοχή]] και [[τρόπος]]»). Αργότερα, στην αττ. διάλεκτο, η λ. έγινε [[νομικός]] όρος και με τη σημ. αυτή εισήχθη στην Λατινική και Γερμανική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>dicis causa</i> «λόγου [[χάριν]]»), ενώ η λ. [[θέμις]] περιορίστηκε να δηλώνει τον [[θείο]] και ηθικό νόμο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δικάζω]], [[δίκαιος]], [[δικανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δικίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δικηγόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δικηφόρος]], [[δικογράφος]], [[δικοδίφης]], [[δικολόγος]], [[δικομήτρα]], [[δικορράπτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δικολέκτης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δικολάβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικονομία]]. (Β' συνθετικό) [[άδικος]], [[ανεπίδικος]], [[αντίδικος]], [[αυτόδικος]], [[διάδικος]], [[έκδικος]], [[ένδικος]], [[επίδικος]], [[κατάδικος]], [[σύνδικος]], [[υπόδικος]], [[φιλόδικος]], [[φυγόδικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγνόδικος]], <i>αδωσίδικος</i>, [[αμετρόδικος]], [[ανάδικος]], <i>αντέκδικος</i>, [[ανυπόδικος]], <i>απόδικος</i>, [[αποινόδικος]], <i>απρόδικος</i>, [[βαρύδικος]], [[δικαιάδικος]], [[δωσίδικος]], [[εκκλησιέκδικος]], [[εύδικος]], [[ευθύδικος]], [[εχθόσδικος]], [[ιθύδικος]], [[κοινόδικος]], [[λαόδικος]], <i>μεγαλόδικος</i>, [[μισόδικος]], [[ορθόδικος]], [[παλίνδικος]], [[πάνδικος]], [[παντάδικος]], [[παρεπίδικος]], [[πολύδικος]], [[πρόδικος]], [[σιδηροκατάδικος]], [[συνέκδικος]], [[υπέρδικος]] <b>νεοελλ.</b> <i>αυτοκατάδικος</i>, [[ελλανόδικος]], [[εξώδικος]], [[ληστοφυγόδικος]], [[ομόδικος]], [[πρωτέκδικος]], [[πρωτόδικος]], [[στρεψόδικος]], <i>υποδικοκατάδικος</i>, [[φιλέκδικος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίκη:''' [ῐ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθεια]], [[έθος]], έξη, [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η [[φύση]] των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., [[δίκην]] ως επίρρ., κατά τη [[συνήθεια]], όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., [[δίκην]] [[ὕδατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίκαιο]] που εξαρτάται από [[έθιμο]], [[καλή]] [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] [[ἐστί]], όπως το <i>δίκαιόν ἐστι</i>, σε Αισχύλ.· <i>δίκῃ</i>, [[δικαίως]], [[προσηκόντως]], [[ορθά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>κατὰδίκην</i>, σε Ηρόδ.· [[μετὰ]] δίκης, σε Πλάτ.· <i>πρὸς δίκης</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[απόφαση]], [[δίκην]] [[εἰπεῖν]], [[βγάζω]] [[απόφαση]], [[ετυμηγορώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., δίκαιες κρίσεις, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[κάθε]] δικαστική [[ενέργεια]], [[κυρίως]], ιδιωτική [[έγκληση]] ή [[δίκη]], αντίθ. προς [[γραφή]] (δημόσια [[καταγγελία]] ή αυταπάγγελτη [[δίωξη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδίκαση]] της υπόθεσης, <i>πρὸ δίκης</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[ποινή]] που κατακυρώνεται από το δικαστή, [[πρόστιμο]], [[δίκην]] τίνειν, <i>ἐκτίνειν</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] ή <i>δίκας διδόναι</i>, τιμωρούμαι, [[υπόκειμαι]] σε [[τιμωρία]], Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκας [[δοῦναι]], επίσης, να υποβληθούν σε [[δίκη]], σε Θουκ.· το <i>δίκας λαμβάνειν</i>, μερικές φορές, = <i>δ. διδόναι</i>, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αλλά]] [[συνήθως]], όπως το Λατ. sumere poenas, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], [[λαβεῖν]] δίκηνπαρά τινος, στον ίδ.· επίσης, <i>δίκας</i> ή [[δίκην]] ὑπέχειν, υποβάλλομαι σε [[δίκη]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] παρέχειν, σε Ευρ.· [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] [[ὑπό]] τινος, [[υφίσταμαι]] [[τιμωρία]], σε Πλάτ.· [[δίκην]] φεύγειν, είμαι ο [[κατηγορούμενος]] στη [[δίκη]] (αντίθ. προς το <i>διώκειν</i>, είμαι ο [[κατήγορος]]), σε Δημ.· <i>δίκας αἰτέειν</i>, [[αξιώνω]] [[αποζημίωση]], <i>τινός</i>, για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]] τίσασθαι, βλ. [[τίνω]] II· <i>δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' [[αλλήλων]]</i>, λέγεται για υποτελείς πόλεις-κράτη, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάζονταν στα δικαστήρια της ηγεμονικής πολιτείας, στον ίδ.· δ. [[δοῦναι]] [[καί]] δέξασθαι, υποβάλλουν τις διαφορές σε ειρηνική [[διευθέτηση]], σε Θουκ.
}}
}}