3,274,447
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίκη:''' [ῐ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθεια]], [[έθος]], έξη, [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η [[φύση]] των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., [[δίκην]] ως επίρρ., κατά τη [[συνήθεια]], όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., [[δίκην]] [[ὕδατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίκαιο]] που εξαρτάται από [[έθιμο]], [[καλή]] [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] [[ἐστί]], όπως το <i>δίκαιόν ἐστι</i>, σε Αισχύλ.· <i>δίκῃ</i>, [[δικαίως]], [[προσηκόντως]], [[ορθά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>κατὰδίκην</i>, σε Ηρόδ.· [[μετὰ]] δίκης, σε Πλάτ.· <i>πρὸς δίκης</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[απόφαση]], [[δίκην]] [[εἰπεῖν]], [[βγάζω]] [[απόφαση]], [[ετυμηγορώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., δίκαιες κρίσεις, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[κάθε]] δικαστική [[ενέργεια]], [[κυρίως]], ιδιωτική [[έγκληση]] ή [[δίκη]], αντίθ. προς [[γραφή]] (δημόσια [[καταγγελία]] ή αυταπάγγελτη [[δίωξη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδίκαση]] της υπόθεσης, <i>πρὸ δίκης</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[ποινή]] που κατακυρώνεται από το δικαστή, [[πρόστιμο]], [[δίκην]] τίνειν, <i>ἐκτίνειν</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] ή <i>δίκας διδόναι</i>, τιμωρούμαι, [[υπόκειμαι]] σε [[τιμωρία]], Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκας [[δοῦναι]], επίσης, να υποβληθούν σε [[δίκη]], σε Θουκ.· το <i>δίκας λαμβάνειν</i>, μερικές φορές, = <i>δ. διδόναι</i>, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αλλά]] [[συνήθως]], όπως το Λατ. sumere poenas, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], [[λαβεῖν]] δίκηνπαρά τινος, στον ίδ.· επίσης, <i>δίκας</i> ή [[δίκην]] ὑπέχειν, υποβάλλομαι σε [[δίκη]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] παρέχειν, σε Ευρ.· [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] [[ὑπό]] τινος, [[υφίσταμαι]] [[τιμωρία]], σε Πλάτ.· [[δίκην]] φεύγειν, είμαι ο [[κατηγορούμενος]] στη [[δίκη]] (αντίθ. προς το <i>διώκειν</i>, είμαι ο [[κατήγορος]]), σε Δημ.· <i>δίκας αἰτέειν</i>, [[αξιώνω]] [[αποζημίωση]], <i>τινός</i>, για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]] τίσασθαι, βλ. [[τίνω]] II· <i>δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' [[αλλήλων]]</i>, λέγεται για υποτελείς πόλεις-κράτη, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάζονταν στα δικαστήρια της ηγεμονικής πολιτείας, στον ίδ.· δ. [[δοῦναι]] [[καί]] δέξασθαι, υποβάλλουν τις διαφορές σε ειρηνική [[διευθέτηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''δίκη:''' [ῐ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[συνήθεια]], [[έθος]], έξη, [[αὕτη]] [[δίκη]] ἐστὶ βροτῶν, αυτή είναι η [[φύση]] των θνητών, σε Ομήρ. Οδ.· ἡγὰρ [[δίκη]] ἐστὶ γερόντων, στο ίδ.· αιτ., [[δίκην]] ως επίρρ., κατά τη [[συνήθεια]], όπως, κατά τον τρόπο, με γεν., [[δίκην]] [[ὕδατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίκαιο]] που εξαρτάται από [[έθιμο]], [[καλή]] [[συνήθεια]], [[τάξη]], [[αρμονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκη]] [[ἐστί]], όπως το <i>δίκαιόν ἐστι</i>, σε Αισχύλ.· <i>δίκῃ</i>, [[δικαίως]], [[προσηκόντως]], [[ορθά]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· <i>κατὰδίκην</i>, σε Ηρόδ.· [[μετὰ]] δίκης, σε Πλάτ.· <i>πρὸς δίκης</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[απόφαση]], [[δίκην]] [[εἰπεῖν]], [[βγάζω]] [[απόφαση]], [[ετυμηγορώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., δίκαιες κρίσεις, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., [[κάθε]] δικαστική [[ενέργεια]], [[κυρίως]], ιδιωτική [[έγκληση]] ή [[δίκη]], αντίθ. προς [[γραφή]] (δημόσια [[καταγγελία]] ή αυταπάγγελτη [[δίωξη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδίκαση]] της υπόθεσης, <i>πρὸ δίκης</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[ποινή]] που κατακυρώνεται από το δικαστή, [[πρόστιμο]], [[δίκην]] τίνειν, <i>ἐκτίνειν</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] ή <i>δίκας διδόναι</i>, τιμωρούμαι, [[υπόκειμαι]] σε [[τιμωρία]], Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ., Αττ.· δίκας [[δοῦναι]], επίσης, να υποβληθούν σε [[δίκη]], σε Θουκ.· το <i>δίκας λαμβάνειν</i>, μερικές φορές, = <i>δ. διδόναι</i>, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Δημ.· [[αλλά]] [[συνήθως]], όπως το Λατ. sumere poenas, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], [[λαβεῖν]] δίκηνπαρά τινος, στον ίδ.· επίσης, <i>δίκας</i> ή [[δίκην]] ὑπέχειν, υποβάλλομαι σε [[δίκη]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[δίκην]] παρέχειν, σε Ευρ.· [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]] [[ὑπό]] τινος, [[υφίσταμαι]] [[τιμωρία]], σε Πλάτ.· [[δίκην]] φεύγειν, είμαι ο [[κατηγορούμενος]] στη [[δίκη]] (αντίθ. προς το <i>διώκειν</i>, είμαι ο [[κατήγορος]]), σε Δημ.· <i>δίκας αἰτέειν</i>, [[αξιώνω]] [[αποζημίωση]], <i>τινός</i>, για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]] τίσασθαι, βλ. [[τίνω]] II· <i>δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' [[αλλήλων]]</i>, λέγεται για υποτελείς πόλεις-κράτη, των οποίων οι υποθέσεις εκδικάζονταν στα δικαστήρια της ηγεμονικής πολιτείας, στον ίδ.· δ. [[δοῦναι]] [[καί]] δέξασθαι, υποβάλλουν τις διαφορές σε ειρηνική [[διευθέτηση]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίκη:''' дор. [[δίκα]] (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обычай, уклад: [[αὕτη]] δ. ἐστὶ βροτῶν Hom. так уж повелось у людей; см. [[δίκην]];<br /><b class="num">2)</b> право, справедливость, законность Hom., Hes., Pind.: σκολιὴ δ. тж. pl. Hes. беззаконие; [[ἔξω]] τῆς δίκης Plat. беззаконно; ἔχειν πρὸς δίκας τι Soph. не быть лишенным законного основания; δ. ἐστὶ ποιεῖν τι Aesch. наш долг - делать что-л.; δίκῃ Hom., Soph., Plat., ἐν δίκῃ Pind., Soph., Plat., σὺν δίκῃ Pind., Aesch., Her., [[μετὰ]] δίκης Plat., πρὸς δίκας Soph., κατὰ [[δίκην]] Her., Eur., Plat.; по справедливости, по праву или законно; παρὰ [[δίκην]] Pind., [[ἄνευ]] δίκης и δίκης [[ἄτερ]] Aesch., [[πέρα]] δίκης Aesch., Soph., βίᾳ δίκας Aesch. или [[δίχα]] δίκης Plut. несправедливо, беззаконно;<br /><b class="num">3)</b> судебное дело, судебный процесс, тяжба (частная): δίκαι ἴδιαι καὶ γραφαί Lys., Dem.; частно-гражданские и уголовные процессы; [[δίκην]] κρίνειν Aesch., Soph.; вершить суд, судить; [[δίκην]] διώκειν Dem. преследовать по суду; εἰς [[δίκην]] ἄγειν Dem. привлекать к судебной ответственности; [[δίκην]] φεύγειν Dem. быть привлеченным к судебной ответственности; [[δίκην]] [[εἰπεῖν]] Xen. вести судебное дело (ср. 4);<br /><b class="num">4)</b> судебное решение, приговор ([[δίκην]] [[εἰπεῖν]] Hom. - ср. 3);<br /><b class="num">5)</b> решение, веление, закон (δαιμόνων Soph.);<br /><b class="num">6)</b> тж. pl. возмездие, кара, наказание: [[δίκην]] [[διδόναι]] Her., Soph., τίνειν Her., ἐκτίνειν и ὑπέχειν Soph. подвергаться наказанию; δίκας αἰτέειν τοῦ φόνου τινός Her. требовать удовлетворения за чье-л. убийство; [[λαβεῖν]] τὴν [[δίκην]] Lys. подвергнуть кого-л. наказанию, но тж. Her., Dem.; понести наказание; δίκας [[δοῦναι]] καὶ δέξασθαι Thuc. (тж. παρ᾽ [[ἀλλήλων]] Her.) урегулировать взаимные претензии; ἔχειν τὴν [[δίκην]] Plat. получать удовлетворение, но тж. Xen., Plat.; нести наказание, Plut. иметь судебный процесс, т. е. быть обвиняемым;<br /><b class="num">7)</b> (в пифагорейской философии) триада, троица Plut. | |||
}} | }} |