Anonymous

δίπαλτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίπαλτος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για [[ξίφη]], κεραυνούς <b>κ.λπ.</b>) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια<br /><b>2.</b> (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και [[ορμητικός]] («πᾱς στρατὸς [[δίπαλτος]] ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» — όλο το [[στράτευμα]] θα ριχτεί με [[μανία]] [[επάνω]] μου, [[κάθε]] [[στρατιώτης]] θα με χτυπά κρατώντας το [[ξίφος]] και με τα δύο χέρια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλτός]] «παλλόμενος, εκτοξευόμενος» <span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δορίπαλτος]], [[τρίπαλτος]])].
|mltxt=[[δίπαλτος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για [[ξίφη]], κεραυνούς <b>κ.λπ.</b>) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια<br /><b>2.</b> (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και [[ορμητικός]] («πᾱς στρατὸς [[δίπαλτος]] ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» — όλο το [[στράτευμα]] θα ριχτεί με [[μανία]] [[επάνω]] μου, [[κάθε]] [[στρατιώτης]] θα με χτυπά κρατώντας το [[ξίφος]] και με τα δύο χέρια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλτός]] «παλλόμενος, εκτοξευόμενος» <span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δορίπαλτος]], [[τρίπαλτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται και με τα [[δύο]] χέρια, σε Ευρ.· [[δίπαλτος]] ἄν με φονεύοι, όλος ο [[στρατός]] ήθελε να με σκοτώσει ο [[καθένας]] με [[δύο]] λόγχες, δηλ. ο [[καθένας]] με όλη του τη [[δύναμη]], σε Σοφ.
}}
}}