Anonymous

δοκιμασία: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δοκιμασία]]) [[δοκιμάζω]]<br />[[εξέταση]], [[έλεγχος]], [[έρευνα]] για [[έγκριση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[απόπειρα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[βάσανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «γραπταί δοκιμασίαι» — εξετάσεις για να κριθεί η [[κατάταξη]], [[προαγωγή]], [[απόλυση]] μαθητών<br /><b>2.</b> «ηπατικές δοκιμασίες» — [[σειρά]] εξετάσεων για να εντοπισθούν λειτουργικές ανεπάρκειες του [[ήπατος]]<br /><b>3.</b> «[[δοκιμασία]] πνευμόνων», «[[δοκιμασία]] [[ήπατος]]» — ιατροδικαστικές εξετάσεις για να εξακριβωθούν οι συνθήκες του θανάτου<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[απόφαση]] διαιτητή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξέταση]] για τη [[βεβαίωση]] τών νόμιμων προσόντων (για άρχοντες, έφηβους, ρήτορες, ιππείς <b>κ.λπ.</b>) προκειμένου για την [[κατάληψη]] δημόσιας θέσεως ή [[παραχώρηση]] προνομίων.
|mltxt=η (AM [[δοκιμασία]]) [[δοκιμάζω]]<br />[[εξέταση]], [[έλεγχος]], [[έρευνα]] για [[έγκριση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[απόπειρα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[βάσανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «γραπταί δοκιμασίαι» — εξετάσεις για να κριθεί η [[κατάταξη]], [[προαγωγή]], [[απόλυση]] μαθητών<br /><b>2.</b> «ηπατικές δοκιμασίες» — [[σειρά]] εξετάσεων για να εντοπισθούν λειτουργικές ανεπάρκειες του [[ήπατος]]<br /><b>3.</b> «[[δοκιμασία]] πνευμόνων», «[[δοκιμασία]] [[ήπατος]]» — ιατροδικαστικές εξετάσεις για να εξακριβωθούν οι συνθήκες του θανάτου<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[απόφαση]] διαιτητή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξέταση]] για τη [[βεβαίωση]] τών νόμιμων προσόντων (για άρχοντες, έφηβους, ρήτορες, ιππείς <b>κ.λπ.</b>) προκειμένου για την [[κατάληψη]] δημόσιας θέσεως ή [[παραχώρηση]] προνομίων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοκιμᾰσία:''' ἡ, [[δοκιμή]], [[δοκιμασία]], [[εξέταση]], [[έρευνα]]:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τους άρχοντες [[μετά]] την [[εκλογή]], ώστε να φανεί εάν πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δ. [[τῶν]] ἐφήβων, [[πριν]] την είσοδο, την [[άδεια]] εισόδου στα δικαιώματα που συνεπάγεται η [[ενηλικίωση]], η [[μετάβαση]] στην ανδρική [[ηλικία]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> δ. [[τῶν]] ῥητόρων, δικαστική [[ενέργεια]], για να εξακριβωθεί το [[δικαίωμα]] του λόγου στην <i>ἐκκλησίαν</i> ή στα δικαστήρια, σε Αισχίν.
}}
}}