Anonymous

διδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διδάχνω (AM [[διδάσκω]], Μ και διδάχνω)<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[μεταδίδω]] γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς [[βίοτος]]»)<br /><b>2.</b> [[κηρύττω]] («διδάσκει τον λόγο του Θεού», «ἐδίδασκεν ἀπ<br />ἄμβωνος ἡ ἐπ' ἄμβωνος», «διδάσκων ἐν ταῑς συναγωγαῑς»)<br /><b>3.</b> [[προετοιμάζω]] και [[παρουσιάζω]] θεατρικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> [[υποδεικνύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>5.</b> (για θρησκευτικούς ηγέτες, φιλοσόφους, πολιτικούς <b>κ.λπ.</b>) [[πρεσβεύω]] και [[διακηρύσσω]], [[θεωρώ]] ως [[ορθό]]<br /><b>6.</b> (-ομαι) [[μαθαίνω]], [[αποκτώ]] γνώσεις ή εμπειρίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δάσκαλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — γι' αυτούς που δεν τηρούν οι ίδιοι όσα υποδεικνύουν στους άλλους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]] ([[κείμενο]] ή [[θεωρία]])<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξιστορώ]], [[διηγούμαι]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] εντολές, [[διατάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>dns</i>- που συνδέεται με τη λ. [[δήνεα]], αρχ. ινδ. <i>damsas</i>-, <i>dasra</i>- «αυτός που κάνει θαύματα». Πρόκειται για αναδιπλασιασμένο μεταβιβαστικό και θαμιστικό ενεστώτα σε -<i>σκω</i> που [[μάλλον]] προέρχεται από θ. σε <i>δα</i>-. Στον Όμηρο απαντά με [[επίθημα]] -<i>η</i>, μέλλ. <i>δαήσεαι</i> «θα μάθεις», αόρ. <i>εδάην</i>, <i>δαήναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δασ</i>-<i>ήναι</i>), παρακμ. [[δεδάηκα]]. Ήδη στον Όμηρο αόρ. <i>εδίδαξα</i>, [[έπειτα]] στην Ιων.-Αττική μέλλ. <i>διδάξω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλύξω</i> του [[αλύσκω]]). Τα ονοματικά παράγωγα της λ. σχηματίζονται [[είτε]] με θ. <i>δα</i>- [[είτε]] με παρεκτεταμένο θ. <i>δαη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαήμων]], [[δαημοσύνη]]), [[καθώς]] [[επίσης]] μτγν. και με ουρανικό θ. <i>διδαχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδαχή]] και το [[ταραχή]]-<i>ετάραξα</i>) ή με το θ. του ενεστ. <i>διδασκ</i>-. Ο τ. <i>διδάχνω</i> από τον αόρ. <i>εδίδαξα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έσπρωξα</i>-[[σπρώχνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δίδαγμα]], [[διδακτήριος]], [[διδακτικός]], [[διδακτός]], [[δίδακτρο]](<i>ν</i>), [[διδασκαλία]], [[διδάσκαλος]], [[διδαχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δίδαξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[μεταδιδάσκω]], [[συνδιδάσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναδιδάσκω]], [[αντιδιδάσκω]], [[αποδιδάσκω]], [[εκδιδάσκω]], [[επεκδιδάσκω]], [[επιδιδάσκω]], [[παραδιδάσκω]], [[προδιδάσκω]], [[προεκδιδάσκω]], [[προσαναδιδάσκω]], [[προσδιδάσκω]], [[προσεκδιδάσκω]], [[προσεπιδιδάσκω]], [[υποδιδάσκω]]].
|mltxt=και διδάχνω (AM [[διδάσκω]], Μ και διδάχνω)<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[μεταδίδω]] γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς [[βίοτος]]»)<br /><b>2.</b> [[κηρύττω]] («διδάσκει τον λόγο του Θεού», «ἐδίδασκεν ἀπ<br />ἄμβωνος ἡ ἐπ' ἄμβωνος», «διδάσκων ἐν ταῑς συναγωγαῑς»)<br /><b>3.</b> [[προετοιμάζω]] και [[παρουσιάζω]] θεατρικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> [[υποδεικνύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>5.</b> (για θρησκευτικούς ηγέτες, φιλοσόφους, πολιτικούς <b>κ.λπ.</b>) [[πρεσβεύω]] και [[διακηρύσσω]], [[θεωρώ]] ως [[ορθό]]<br /><b>6.</b> (-ομαι) [[μαθαίνω]], [[αποκτώ]] γνώσεις ή εμπειρίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δάσκαλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — γι' αυτούς που δεν τηρούν οι ίδιοι όσα υποδεικνύουν στους άλλους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]] ([[κείμενο]] ή [[θεωρία]])<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]], [[φανερώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξιστορώ]], [[διηγούμαι]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] εντολές, [[διατάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>dns</i>- που συνδέεται με τη λ. [[δήνεα]], αρχ. ινδ. <i>damsas</i>-, <i>dasra</i>- «αυτός που κάνει θαύματα». Πρόκειται για αναδιπλασιασμένο μεταβιβαστικό και θαμιστικό ενεστώτα σε -<i>σκω</i> που [[μάλλον]] προέρχεται από θ. σε <i>δα</i>-. Στον Όμηρο απαντά με [[επίθημα]] -<i>η</i>, μέλλ. <i>δαήσεαι</i> «θα μάθεις», αόρ. <i>εδάην</i>, <i>δαήναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δασ</i>-<i>ήναι</i>), παρακμ. [[δεδάηκα]]. Ήδη στον Όμηρο αόρ. <i>εδίδαξα</i>, [[έπειτα]] στην Ιων.-Αττική μέλλ. <i>διδάξω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλύξω</i> του [[αλύσκω]]). Τα ονοματικά παράγωγα της λ. σχηματίζονται [[είτε]] με θ. <i>δα</i>- [[είτε]] με παρεκτεταμένο θ. <i>δαη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαήμων]], [[δαημοσύνη]]), [[καθώς]] [[επίσης]] μτγν. και με ουρανικό θ. <i>διδαχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδαχή]] και το [[ταραχή]]-<i>ετάραξα</i>) ή με το θ. του ενεστ. <i>διδασκ</i>-. Ο τ. <i>διδάχνω</i> από τον αόρ. <i>εδίδαξα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έσπρωξα</i>-[[σπρώχνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δίδαγμα]], [[διδακτήριος]], [[διδακτικός]], [[διδακτός]], [[δίδακτρο]](<i>ν</i>), [[διδασκαλία]], [[διδάσκαλος]], [[διδαχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δίδαξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[μεταδιδάσκω]], [[συνδιδάσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναδιδάσκω]], [[αντιδιδάσκω]], [[αποδιδάσκω]], [[εκδιδάσκω]], [[επεκδιδάσκω]], [[επιδιδάσκω]], [[παραδιδάσκω]], [[προδιδάσκω]], [[προεκδιδάσκω]], [[προσαναδιδάσκω]], [[προσδιδάσκω]], [[προσεκδιδάσκω]], [[προσεπιδιδάσκω]], [[υποδιδάσκω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐδάσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, <i>-[[έμεν]]</i>, μέλ. [[διδάξω]], αόρ. αʹ [[ἐδίδαξα]], ποιητ. <i>ἐδιδάσκησα</i>, παρακ. <i>δεδίδᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>διδάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>διδαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδάχθην</i>, παρακ. <i>δεδίδαγμαι</i> (αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>δάω</i>, με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκπαιδεύω]] (δηλ. [[καθοδηγώ]]) έναν άνθρωπο ή του [[διδάσκω]] [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν</i>, σε δίδαξαν [[ιππασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διδάσκω]] σε κάποιον ένα [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ [[περί]] τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, <i>δίδαξε βάλλειν</i>, του έμαθαν τη [[χρήση]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, <i>διδάσκειν τινὰ ἱππέα</i> (ενν. [[εἶναι]]), [[εκπαιδεύω]] κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>δ. τινὰ σοφόν</i>, [[κακόν]], σε Ευρ. — Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], σε Σοφ.· όμως η [[συνήθης]] [[σημασία]] της Μέσ., [[εκπαιδεύω]] κάποιον [[άλλο]], λέγεται για έναν [[πατέρα]] που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., <i>διδασκόμενος πολέμοιο</i>, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, [[εμπειροπόλεμος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., [[δεδιδαγμένος]] [[εἶναι]], σε Ηρόδ.· <i>διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ'</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το <i>διδάσκειν</i> χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα [[λόγια]] τους, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}