Anonymous

διδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐδάσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, <i>-[[έμεν]]</i>, μέλ. [[διδάξω]], αόρ. αʹ [[ἐδίδαξα]], ποιητ. <i>ἐδιδάσκησα</i>, παρακ. <i>δεδίδᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>διδάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>διδαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδάχθην</i>, παρακ. <i>δεδίδαγμαι</i> (αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>δάω</i>, με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκπαιδεύω]] (δηλ. [[καθοδηγώ]]) έναν άνθρωπο ή του [[διδάσκω]] [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν</i>, σε δίδαξαν [[ιππασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διδάσκω]] σε κάποιον ένα [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ [[περί]] τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, <i>δίδαξε βάλλειν</i>, του έμαθαν τη [[χρήση]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, <i>διδάσκειν τινὰ ἱππέα</i> (ενν. [[εἶναι]]), [[εκπαιδεύω]] κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>δ. τινὰ σοφόν</i>, [[κακόν]], σε Ευρ. — Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], σε Σοφ.· όμως η [[συνήθης]] [[σημασία]] της Μέσ., [[εκπαιδεύω]] κάποιον [[άλλο]], λέγεται για έναν [[πατέρα]] που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., <i>διδασκόμενος πολέμοιο</i>, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, [[εμπειροπόλεμος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., [[δεδιδαγμένος]] [[εἶναι]], σε Ηρόδ.· <i>διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ'</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το <i>διδάσκειν</i> χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα [[λόγια]] τους, σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''δῐδάσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-έμεναι</i>, <i>-[[έμεν]]</i>, μέλ. [[διδάξω]], αόρ. αʹ [[ἐδίδαξα]], ποιητ. <i>ἐδιδάσκησα</i>, παρακ. <i>δεδίδᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>διδάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>διδαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδιδάχθην</i>, παρακ. <i>δεδίδαγμαι</i> (αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>δάω</i>, με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκπαιδεύω]] (δηλ. [[καθοδηγώ]]) έναν άνθρωπο ή του [[διδάσκω]] [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν</i>, σε δίδαξαν [[ιππασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[διδάσκω]] σε κάποιον ένα [[πράγμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ [[περί]] τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διδάσκω]] σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, <i>δίδαξε βάλλειν</i>, του έμαθαν τη [[χρήση]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, <i>διδάσκειν τινὰ ἱππέα</i> (ενν. [[εἶναι]]), [[εκπαιδεύω]] κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, <i>δ. τινὰ σοφόν</i>, [[κακόν]], σε Ευρ. — Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], σε Σοφ.· όμως η [[συνήθης]] [[σημασία]] της Μέσ., [[εκπαιδεύω]] κάποιον [[άλλο]], λέγεται για έναν [[πατέρα]] που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., <i>διδασκόμενος πολέμοιο</i>, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, [[εμπειροπόλεμος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., [[δεδιδαγμένος]] [[εἶναι]], σε Ηρόδ.· <i>διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ'</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το <i>διδάσκειν</i> χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα [[λόγια]] τους, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδάσκω:''' (aor. [[ἐδίδαξα]], HH, Hes. тж. ἐδιδάσκησα, pf. [[δεδίδαχα]]; pass.: aor. ἐδιδάχθην, pf. [[δεδίδαγμαι]])<br /><b class="num">1)</b> реже med. учить, обучать (τινά τι Hom., Eur., Xen., Plat., Arst., τινὰ περί τινος Thuc., Arph., τινά ποιεῖν τι Hom., Lys., Plat., редко τινί ποιεῖν τι Plut.): διδάξαι τινὰ ἱππέα (sc. εἶναι) Plat. обучить кого-л. верховой езде; τά σε [[προτί]] φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι Hom. этому ты, говорят, научился у Ахилла; διδασκόμενος πολέμοιο Hom. обучаясь военному делу; med. (преимущ.) учиться, обучаться, изучать (τι Soph., Arph. и ποιεῖν τι Eur.) или обучить (τινά τι Plat., τινα ποιεῖν τι Plat. и τινά τινα Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> поучать, наставлять: [[πῶς]] δή, δίδαξον Aesch. объясни же, как именно; λέγων διδασκέτω Xen. пусть выступит и растолкует; πέμπουσι πρέσβεις περὶ τῶν πεπραγμένων διδάξοντας Thuc. они отправляют послов, которые сообщили бы о принятых мерах;<br /><b class="num">3)</b> театр. разучивать, ставить (на сцене), представлять ([[δρᾶμα]] Her.; Πέρσας, sc. Αἰσχύλου Arph.): [[ἄγριοι]], οὓς [[Φερεκράτης]] ἐδίδαξεν Plat. дикари, которых вывел на сцену Ферекрат.
}}
}}