Anonymous

διανέμω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διανέμω]]) [[νέμω]]<br /><b>1.</b> [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]]<br /><b>2.</b> [[επιδίδω]], [[δίνω]] στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] κατ' αναλογίαν<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]], [[χωρίζω]] σε τμήματα<br /><b>3.</b> [[ταξινομώ]], [[τακτοποιώ]].
|mltxt=(AM [[διανέμω]]) [[νέμω]]<br /><b>1.</b> [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]]<br /><b>2.</b> [[επιδίδω]], [[δίνω]] στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] κατ' αναλογίαν<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]], [[χωρίζω]] σε τμήματα<br /><b>3.</b> [[ταξινομώ]], [[τακτοποιώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, παρακ. —[[νενέμηκα]]· [[διαμοιράζω]], [[καταμερίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>διανεμηθῆναι</i>, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}