Anonymous

διανέμω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, παρακ. —[[νενέμηκα]]· [[διαμοιράζω]], [[καταμερίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>διανεμηθῆναι</i>, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, παρακ. —[[νενέμηκα]]· [[διαμοιράζω]], [[καταμερίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>διανεμηθῆναι</i>, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''διανέμω:''' (fut. διανεμῶ, aor. διένειμα)<br /><b class="num">1)</b> разделять, распределять, раздавать (τινί τι Arph., Plat., Plut. и τι ἐπί τι Plat.; τὰς ἀρχὰς κατ᾽ ἀξίαν Arst.): δ. μέρη и κατὰ μέρη Plat. делить на части; med. делить или распределять между собой (τὴν [[ἀρχήν]] Plat.; τὰ [[δημόσια]] Arst.; τὴν χώραν καὶ τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> управлять, править ([[ἄστυ]] Pind.).
}}
}}