3,274,921
edits
(9) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διδυμάων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δίδυμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>διδυμάονες</i>- δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[οπάων]] «[[σύντροφος]]»). Η [[δοτική]] πληθυντικού <i>διδυμάοσι</i> και η ονομαστική του δυϊκού <i>διδυμάονε</i> μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως [[επίθετο]] [[αντί]] του [[δίδυμος]]. | |mltxt=[[διδυμάων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δίδυμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>διδυμάονες</i>- δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[οπάων]] «[[σύντροφος]]»). Η [[δοτική]] πληθυντικού <i>διδυμάοσι</i> και η ονομαστική του δυϊκού <i>διδυμάονε</i> μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως [[επίθετο]] [[αντί]] του [[δίδυμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐδῠμάων:''' [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ ([[δίδυμος]]), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |