Anonymous

διδυμάων: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐδῠμάων:''' [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ ([[δίδυμος]]), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δῐδῠμάων:''' [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ ([[δίδυμος]]), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδῠμάων:''' ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom.
}}
}}