Anonymous

διασπάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(T22)
(4)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=Passive ([[perfect]] infinitive διεσπάσθαι); 1st aorist διεσπασθην; to [[rend]] [[asunder]], [[break]] [[asunder]]: τάς ἁλύσεις, τάς [[νευράς]], Prayer of Manasseh , to [[tear]] in pieces: [[τούς]] ἄνδρας [[κρεουργηδόν]], [[Herodotus]] 3,13).
|txtha=Passive ([[perfect]] infinitive διεσπάσθαι); 1st aorist διεσπασθην; to [[rend]] [[asunder]], [[break]] [[asunder]]: τάς ἁλύσεις, τάς [[νευράς]], Prayer of Manasseh , to [[tear]] in pieces: [[τούς]] ἄνδρας [[κρεουργηδόν]], [[Herodotus]] 3,13).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>, Αττ. <i>-σπάσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έσπᾰσα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσπάσθην</i>, παρακ. <i>-έσπασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαλύω]] με [[δύναμη]], Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[γκρεμίζω]] το [[χαράκωμα]], σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>διεσπασμένος</i>, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[αποκόπτω]] [[κομμάτι]], [[αποσπώ]] [[μερίδα]] του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποσπώ]], [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] και [[αταξία]], στον ίδ.
}}
}}