Anonymous

διασπάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>, Αττ. <i>-σπάσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έσπᾰσα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσπάσθην</i>, παρακ. <i>-έσπασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαλύω]] με [[δύναμη]], Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[γκρεμίζω]] το [[χαράκωμα]], σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>διεσπασμένος</i>, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[αποκόπτω]] [[κομμάτι]], [[αποσπώ]] [[μερίδα]] του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποσπώ]], [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] και [[αταξία]], στον ίδ.
|lsmtext='''διασπάω:''' μέλ. <i>-σπάσω</i>, Αττ. <i>-σπάσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έσπᾰσα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εσπάσθην</i>, παρακ. <i>-έσπασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τεμαχίζω]], [[διαλύω]] με [[δύναμη]], Λατ. divellere, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· δ. τὸ [[σταύρωμα]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[γκρεμίζω]] το [[χαράκωμα]], σε Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>διεσπασμένος</i>, τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[αποκόπτω]] [[κομμάτι]], [[αποσπώ]] [[μερίδα]] του στρατού, σε Ξεν. — Παθ., [[στράτευμα]] διεσπασμένον, διασκορπισμένο και άτακτο, σε Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, ομοίως, είμαι διαιρεμένος σε μοίρες, σε Ξεν.· μεταφ., [[αποσπώ]], [[επιφέρω]] [[σύγχυση]] και [[αταξία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασπάω:''' (fut. тж. διασπάσομαι, aor. тж. διεσπασάμην)<br /><b class="num">1)</b> разрывать на части, растерзывать (τινα [[κρεουργηδόν]] Her.; med. [[χεροῖν]] [[χρόα]] Eur.; οὐχ [[ὅλος]], ἀλλὰ διεσπασμένος Arst.; ὑπὸ τῶν κυνῶν διασπᾶσθαι Plut.; перен. πρὸς τοσαύτας ὑπηρεσίας διασπώμενος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> разбивать, разрушать ([[σταύρωμα]] Xen.; γέφυραν Polyb.; χάρακα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> сокрушать, подрывать (νόμους Xen.; πόλιν Plat.; πολιτείας Dem.);<br /><b class="num">4)</b> воен. прорывать, рассеивать (τὸ [[στράτευμα]] διεσπασμένον Thuc.; τὰς φάλαγγας Arst.; τὴν τάξιν Plut.): τὸ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις Xen. разбросанность (рассредоточенность) войсковых частей;<br /><b class="num">5)</b> отрывать, разделять, разлучать (τινα [[καί]] τινα ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Xen.; διασπᾶσδαι ἀπὸ τῶν [[φίλων]] καὶ συνήθων Arst.).
}}
}}