Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίστιχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίστιχος]], -ον) [[στίχος]]<br /><b>1.</b> [[κείμενο]] που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίστιχο]] (AM δίστιχον)<br /><b>φρ.</b> «ελεγειακό [[δίστιχο]]» — [[επίγραμμα]] ή [[ενότητα]] από δύο στίχους [[κυρίως]] στην ελεγειακή [[ποίηση]], από τους οποίους ο [[πρώτος]] [[είναι]] [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]] και ο [[δεύτερος]] [[δακτυλικός]] με τον τρίτο και τον έκτο [[πόδα]] ελλιπείς [[κατά]] τις βραχείες συλλαβές<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύντομο [[ποίημα]] με δύο ομοιοκατάληκτους, [[συνήθως]] δεκαπεντασύλλαβους στίχους, [[λιανοτράγουδο]], [[μαντινάδα]], [[κοτσάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύντομη [[επιστολή]], σαν να αποτελείται από δύο γραμμές<br /><b>2.</b> (για ρούχα) αυτός που αποτελείται από δύο είδη υφάνσεως ή δύο παράλληλα ραμμένα υφάσματα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίστιχος]], -ον) [[στίχος]]<br /><b>1.</b> [[κείμενο]] που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίστιχο]] (AM δίστιχον)<br /><b>φρ.</b> «ελεγειακό [[δίστιχο]]» — [[επίγραμμα]] ή [[ενότητα]] από δύο στίχους [[κυρίως]] στην ελεγειακή [[ποίηση]], από τους οποίους ο [[πρώτος]] [[είναι]] [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]] και ο [[δεύτερος]] [[δακτυλικός]] με τον τρίτο και τον έκτο [[πόδα]] ελλιπείς [[κατά]] τις βραχείες συλλαβές<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύντομο [[ποίημα]] με δύο ομοιοκατάληκτους, [[συνήθως]] δεκαπεντασύλλαβους στίχους, [[λιανοτράγουδο]], [[μαντινάδα]], [[κοτσάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύντομη [[επιστολή]], σαν να αποτελείται από δύο γραμμές<br /><b>2.</b> (για ρούχα) αυτός που αποτελείται από δύο είδη υφάνσεως ή δύο παράλληλα ραμμένα υφάσματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίστῐχος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αποτελείται από [[δύο]] στίχους, από [[δύο]] σειρές ή γραμμές, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>δίστιχον</i>, <i>τό</i>, το [[δίστιχο]], στον ίδ.
}}
}}