Anonymous

δυσβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δυσβάσταχτος, -η, -ο (AM [[δυσβάστακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας του βάρους του («φορτία δυσβάστακτα»)<br /><b>2.</b> [[αφόρητος]], [[καταθλιπτικός]], αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι»).
|mltxt=και δυσβάσταχτος, -η, -ο (AM [[δυσβάστακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας του βάρους του («φορτία δυσβάστακτα»)<br /><b>2.</b> [[αφόρητος]], [[καταθλιπτικός]], αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να υπομείνει, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], [[επαχθής]], δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}