3,277,301
edits
(9) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δυσβάσταχτος, -η, -ο (AM [[δυσβάστακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας του βάρους του («φορτία δυσβάστακτα»)<br /><b>2.</b> [[αφόρητος]], [[καταθλιπτικός]], αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι»). | |mltxt=και δυσβάσταχτος, -η, -ο (AM [[δυσβάστακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας του βάρους του («φορτία δυσβάστακτα»)<br /><b>2.</b> [[αφόρητος]], [[καταθλιπτικός]], αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να υπομείνει, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], [[επαχθής]], δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |