3,277,301
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να υπομείνει, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], [[επαχθής]], δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''δυσβάστακτος:''' -ον ([[βαστάζω]]), αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να υπομείνει, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]], [[επαχθής]], δυσβάσταχτος, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσβάστακτος:''' трудный для ношения, неудобопереносимый (διὰ [[μέγεθος]] Plut.; φορτία NT). | |||
}} | }} |