3,274,921
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[δρομάς]], ο, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] μιας μόνο καμπούρας στη [[ράχη]] και από το πλαγιοδιποδικό της [[βάδισμα]]<br /><b>2.</b> [[πτηνό]] με φτερά [[λευκά]] και μαύρα, με πολύ δυνατό [[ράμφος]] και [[μακριά]] πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει ή κινείται [[γρήγορα]] (α. «προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων» — ήρθα τρέχοντας από το [[σπίτι]]<br />β. «δρομάσι βλεφάροις» — στριφογυρίζοντας το [[βλέμμα]])<br /><b>2.</b> αυτός που περιπλανιέται τρέχοντας, [[μανιώδης]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ψαριών<br /><b>4.</b> αυτή που τρέχει να βρει πελάτες, η [[πόρνη]]. | |mltxt=η (Α [[δρομάς]], ο, η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] μιας μόνο καμπούρας στη [[ράχη]] και από το πλαγιοδιποδικό της [[βάδισμα]]<br /><b>2.</b> [[πτηνό]] με φτερά [[λευκά]] και μαύρα, με πολύ δυνατό [[ράμφος]] και [[μακριά]] πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει ή κινείται [[γρήγορα]] (α. «προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων» — ήρθα τρέχοντας από το [[σπίτι]]<br />β. «δρομάσι βλεφάροις» — στριφογυρίζοντας το [[βλέμμα]])<br /><b>2.</b> αυτός που περιπλανιέται τρέχοντας, [[μανιώδης]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ψαριών<br /><b>4.</b> αυτή που τρέχει να βρει πελάτες, η [[πόρνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρομάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[δραμεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που τρέχει, σε Ευρ.· [[ἄντυξ]] δρ., [[γρήγορα]] περιστρεφόμενος [[τροχός]], σε Σοφ.· επίσης με ουδ. ουσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[φοιτάς]], περιπλανώμενος άγρια, [[μανιώδης]], στον ίδ. | |||
}} | }} |