Anonymous

δρομάς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρομάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[δραμεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που τρέχει, σε Ευρ.· [[ἄντυξ]] δρ., [[γρήγορα]] περιστρεφόμενος [[τροχός]], σε Σοφ.· επίσης με ουδ. ουσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[φοιτάς]], περιπλανώμενος άγρια, [[μανιώδης]], στον ίδ.
|lsmtext='''δρομάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[δραμεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που τρέχει, σε Ευρ.· [[ἄντυξ]] δρ., [[γρήγορα]] περιστρεφόμενος [[τροχός]], σε Σοφ.· επίσης με ουδ. ουσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[φοιτάς]], περιπλανώμενος άγρια, [[μανιώδης]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρομάς:''' άδος adj.<br /><b class="num">1)</b> бегущий, мчащийся (ἐξ οἴκων, κύνες Eur.): δρομάδι κώλῳ Eur. бегом; δ. [[κάμηλος]] Plut., Diod. дромадер;<br /><b class="num">2)</b> быстро вращающийся ([[ἄμπυξ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> бегающий, блуждающий (βλέφαρα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> странствующий, кочующий, мигрирующий (sc. ἰχθύες Arst.);<br /><b class="num">5)</b> мечущийся, исступленный ([[βάκχα]], [[Κασσάνδρα]] Eur.).
}}
}}