Anonymous

δυσεξέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[δυσεξέλεγκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[δυσεξέλεγκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξέλεγκτος:''' -ον ([[ἐξελέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
}}
}}