Anonymous

δυσεξέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξέλεγκτος:''' -ον ([[ἐξελέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσεξέλεγκτος:''' -ον ([[ἐξελέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξέλεγκτος:''' трудный для опровержения (λόγοι Plat.).
}}
}}