Anonymous

δύσερως: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσερως]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[δυσμενής]] στον έρωτα<br /><b>2.</b> όποιος αγαπά με ανεξέλεγκτο, αρρωστημένο [[πάθος]] κάποιον<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά δύσκολα, [[αναίσθητος]] στον έρωτα<br /><b>4.</b> δυστυχισμένος στον έρωτα.
|mltxt=[[δύσερως]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[δυσμενής]] στον έρωτα<br /><b>2.</b> όποιος αγαπά με ανεξέλεγκτο, αρρωστημένο [[πάθος]] κάποιον<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά δύσκολα, [[αναίσθητος]] στον έρωτα<br /><b>4.</b> δυστυχισμένος στον έρωτα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> τρελά, παθολογικά ερωτευμένος, αυτός που είναι ερωτευμένος αρρωστημένα με, <i>τινος</i>, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναίσθητος]] στον έρωτα, [[σκληρόκαρδος]], σε Θεόκρ.
}}
}}