Anonymous

διαπίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαπίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παραβγαίνω]] με κάποιον στο [[ποτό]]<br /><b>2.</b> [[πίνω]] [[κατά]] διαλείμματα ή λίγο λίγο, [[κουτσοπίνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[πρόποση]].
|mltxt=[[διαπίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παραβγαίνω]] με κάποιον στο [[ποτό]]<br /><b>2.</b> [[πίνω]] [[κατά]] διαλείμματα ή λίγο λίγο, [[κουτσοπίνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[πρόποση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. <i>-έπιον</i>· [[ανταγωνίζομαι]], [[παραβγαίνω]] με κάποιον στο ποτό, [[προκαλώ]] σε «αγώνα ποτού», [[διαγωνίζομαι]] σε αγώνα «οινοποσίας», σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}