3,277,121
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπρόσοδος]], -ον (AM)<br />[[δυσπρόσιτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται δύσκολα<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απλησίαστος]], [[ακοινώνητος]]. | |mltxt=[[δυσπρόσοδος]], -ον (AM)<br />[[δυσπρόσιτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται δύσκολα<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απλησίαστος]], [[ακοινώνητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπρόσοδος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ακοινώνητος]], [[απρόσιτος]], [[μισάνθρωπος]], στον ίδ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |