Anonymous

δυσπρόσοδος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσοδος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ακοινώνητος]], [[απρόσιτος]], [[μισάνθρωπος]], στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσπρόσοδος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ακοινώνητος]], [[απρόσιτος]], [[μισάνθρωπος]], στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσοδος:''' Thuc., Xen., Arst., Polyb., Plut. = [[δυσπρόσιτος]].
}}
}}