Anonymous

δρᾶμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM δρᾱμα)<br /><b>1.</b> θεατρικό [[έργο]] του αρχαίου θεάτρου σε διαλογική [[μορφή]], γραμμένο για να παρασταθεί [[μπροστά]] στο κοινό με ηθοποιούς που δρουν, δεν απαγγέλλουν [[απλώς]] ([[τραγωδία]], [[κωμωδία]], σατυρικό [[δράμα]])<br /><b>2.</b> σημαντικό, δυσάρεστο [[συνήθως]] [[γεγονός]] με σοβαρές επιπτώσεις<br /><b>3.</b> «σατυρικόν [[δράμα]]» — θεατρικό [[έργο]] με εύθυμη [[υπόθεση]], χορό που αποτελείται [[συνήθως]] από σατύρους, [[στενά]] δεμένο με τη διονυσιακή [[λατρεία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />«τὸ θεῑον δρᾱμα» — τα [[πάθη]] του Χριστού από τη [[σύλληψη]] ώς τον θάνατό του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θεατρικό [[έργο]] με σοβαρή [[υπόθεση]] που προκαλεί τη [[συγκίνηση]] ή τον έντονο προβληματισμό τών θεατών<br /><b>2.</b> «λυρικό [[δράμα]]» — όπερα ή [[άλλο]] [[είδος]] έργου του λυρικού θεάτρου<br /><b>3.</b> δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είμαι]] [[δράμα]]», «[[είναι]] [[δράμα]]» — για καταστάσεις που προκαλούν [[λύπη]], οίκτο ή και [[θυμηδία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ενέδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]], [[πράξη]]<br /><b>2.</b> [[καθήκον]], [[χρέος]]<br /><b>3.</b> συναρπαστικό [[θέαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δρα</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>δρω</i>). Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αισχύλο για να χαρακτηρίσει το [[έγκλημα]] του Πάριδος, ενώ αργότερα περιορίστηκε στη [[σημασία]] «[[τραγωδία]]»].
|mltxt=το (AM δρᾱμα)<br /><b>1.</b> θεατρικό [[έργο]] του αρχαίου θεάτρου σε διαλογική [[μορφή]], γραμμένο για να παρασταθεί [[μπροστά]] στο κοινό με ηθοποιούς που δρουν, δεν απαγγέλλουν [[απλώς]] ([[τραγωδία]], [[κωμωδία]], σατυρικό [[δράμα]])<br /><b>2.</b> σημαντικό, δυσάρεστο [[συνήθως]] [[γεγονός]] με σοβαρές επιπτώσεις<br /><b>3.</b> «σατυρικόν [[δράμα]]» — θεατρικό [[έργο]] με εύθυμη [[υπόθεση]], χορό που αποτελείται [[συνήθως]] από σατύρους, [[στενά]] δεμένο με τη διονυσιακή [[λατρεία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />«τὸ θεῑον δρᾱμα» — τα [[πάθη]] του Χριστού από τη [[σύλληψη]] ώς τον θάνατό του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θεατρικό [[έργο]] με σοβαρή [[υπόθεση]] που προκαλεί τη [[συγκίνηση]] ή τον έντονο προβληματισμό τών θεατών<br /><b>2.</b> «λυρικό [[δράμα]]» — όπερα ή [[άλλο]] [[είδος]] έργου του λυρικού θεάτρου<br /><b>3.</b> δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είμαι]] [[δράμα]]», «[[είναι]] [[δράμα]]» — για καταστάσεις που προκαλούν [[λύπη]], οίκτο ή και [[θυμηδία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ενέδρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]], [[πράξη]]<br /><b>2.</b> [[καθήκον]], [[χρέος]]<br /><b>3.</b> συναρπαστικό [[θέαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δρα</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>δρω</i>). Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αισχύλο για να χαρακτηρίσει το [[έγκλημα]] του Πάριδος, ενώ αργότερα περιορίστηκε στη [[σημασία]] «[[τραγωδία]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρᾶμα:''' -ατος, τό ([[δράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[έργο]], [[πράξη]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] που αναπαρίσταται στη [[σκηνή]], [[δράμα]], [[τραγωδία]], σε Αριστοφ.· <i>δρ. διδάσκειν</i>· [[παράσταση]] δράματος, βλ. [[διδάσκω]] II· μεταφ., [[κάθε]] είδους δραματική [[ενέργεια]], [[υπόκριση]], [[αναπαράσταση]], σε Πλάτ.
}}
}}