Anonymous

δρᾶμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρᾶμα:''' -ατος, τό ([[δράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[έργο]], [[πράξη]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] που αναπαρίσταται στη [[σκηνή]], [[δράμα]], [[τραγωδία]], σε Αριστοφ.· <i>δρ. διδάσκειν</i>· [[παράσταση]] δράματος, βλ. [[διδάσκω]] II· μεταφ., [[κάθε]] είδους δραματική [[ενέργεια]], [[υπόκριση]], [[αναπαράσταση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δρᾶμα:''' -ατος, τό ([[δράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[έργο]], [[πράξη]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] που αναπαρίσταται στη [[σκηνή]], [[δράμα]], [[τραγωδία]], σε Αριστοφ.· <i>δρ. διδάσκειν</i>· [[παράσταση]] δράματος, βλ. [[διδάσκω]] II· μεταφ., [[κάθε]] είδους δραματική [[ενέργεια]], [[υπόκριση]], [[αναπαράσταση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρᾶμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> деяние, действие Plat., Arst.: τὸ δ. τοῦ πάθους [[πλέον]] Aesch. деяние больше страдания, т. е. преступление больше наказания;<br /><b class="num">2)</b> сценическое произведение, драма Arph., Plat., Arst.: τὰ ἐλεεινὰ δράματα εἰσάγειν ирон. Plat. устраивать жалостные представления;<br /><b class="num">3)</b> тяжелое происшествие, несчастье ([[τρίτον]] ἡ τόχη δ. ἐπεισήγαγε Polyb.).
}}
}}