Anonymous

διασχίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διασχίζω]])<br /><b>1.</b> [[διχοτομώ]], [[διατέμνω]]<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] ή [[διαπερνώ]] σ' όλη την [[έκταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διατρέχω]] απ' άκρου σ' [[άκρο]] («διέσχισε το [[πλήθος]]», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική [[Ευρώπη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) χωρίζομαι, [[ξεκόβω]] από την [[ομάδα]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[διχόνοια]].
|mltxt=(AM [[διασχίζω]])<br /><b>1.</b> [[διχοτομώ]], [[διατέμνω]]<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] ή [[διαπερνώ]] σ' όλη την [[έκταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διατρέχω]] απ' άκρου σ' [[άκρο]] («διέσχισε το [[πλήθος]]», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική [[Ευρώπη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) χωρίζομαι, [[ξεκόβω]] από την [[ομάδα]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε [[διχόνοια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.
}}
}}