Anonymous

διασχίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σχίζω, met acc. uiteenscheuren, splijten, splitsen:; ἱστία δέ σφιν... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο de kracht van de wind scheurde hun zeilen uiteen Od. 9.71; pass.: νεῦρα διεσχίσθη de spieren werden uiteengescheurd Il. 16.316; διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο ze raakten uit elkaar door een bepaald pad te kiezen en verdwaalden Xen. Cyr. 4.5.13; ἐάν τις ἓν διασχίσῃ als men één splitst Plat. Phaed. 97a.
}}
}}