Anonymous

δύσχορτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσχορτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει λίγο [[χόρτο]], λίγη [[τροφή]].
|mltxt=[[δύσχορτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει λίγο [[χόρτο]], λίγη [[τροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσχορτος:''' -ον, αυτός που έχει λιγοστό [[χορτάρι]], [[ανεπαρκής]] για [[τροφή]], σε Ευρ.
}}
}}