Anonymous

δυσάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα κυριεύεται, [[δυσπόρθητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αήττητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αρρώστια]]) [[δυσθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα κυριεύεται, [[δυσπόρθητος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αήττητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αρρώστια]]) [[δυσθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσάλωτος:''' -ον ([[ἁλῶναι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[δύσκολος]] στο να συλληφθεί ή να πιαστεί, [[ἄγρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δύσκολος]] στο να κατακτηθεί, [[δυσπόρθητος]], [[οχυρός]], σε Αισχύλ.· με γεν., <i>δ. κακῶν</i>, [[μακριά]] από την [[επιρροή]] των κακών, σε Σοφ.
}}
}}