Anonymous

δυσκολαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δυσκολαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) [[δυσκολεύω]], δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη [[μελέτη]] μου», «όσο [[πάει]] και δυσκολαίνεται»)<br /><b>2.</b> [[δυσκολεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δύστροπος]], [[δείχνω]] [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] δυσκολίες<br /><b>3.</b> (για επιχειρήματα) [[είμαι]] [[στρεψόδικος]], [[αμφίβολος]].
|mltxt=(AM [[δυσκολαίνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) [[δυσκολεύω]], δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη [[μελέτη]] μου», «όσο [[πάει]] και δυσκολαίνεται»)<br /><b>2.</b> [[δυσκολεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[δύστροπος]], [[δείχνω]] [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] δυσκολίες<br /><b>3.</b> (για επιχειρήματα) [[είμαι]] [[στρεψόδικος]], [[αμφίβολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσκολαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[δύσκολος]]), [[δυσανασχετώ]], είμαι [[δύστροπος]] ή δυσαρεστημένος, σε Αριστοφ.· [[προξενώ]] [[ενόχληση]], [[δείχνω]] [[δυσαρέσκεια]], σε Ξεν.
}}
}}