3,274,917
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυστόπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, [[δυσείκαστος]]. | |mltxt=[[δυστόπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, [[δυσείκαστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |