Anonymous

δυστόπαστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυστόπαστος:''' с трудом отгадываемый, едва постижимый ([[αἴνιγμα]] Eur.; [[αἰτία]] Plut.): δ. [[εἰδέναι]] Eur. непознаваемый.
}}
}}