3,277,220
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπόνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτάται με κόπο. | |mltxt=[[δυσπόνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτάται με κόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπόνητος:''' -ον ([[πονέω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που επιφέρει πόνο και μόχθο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |