δυσπόνητος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
δυσπόνητον, bringing toil and trouble, δαίμων A.Pers.515; δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν laborious, S.OC1614.
Spanish (DGE)
-ον
1 funesto, portador de desgracias, que acarrea sufrimientos dolorosos, δαίμων A.Pers.515.
2 que causa tristeza y esfuerzo, penoso κοὐκέτι τὴν δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν y ya no tendréis la penosa tarea de alimentarme S.OC 1614.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu erarbeiten, zu erwerben, τροφή Soph. O. C. 610. – Aber δαίμων, ein Mühsal dringender, Aesch. Pers. 507.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coûte de la peine, laborieux;
2 qui cause du mal, funeste.
Étymologie: δυσ-, πονέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπόνητος:
1 достающийся тяжелым трудом (τροφή Soph.);
2 причиняющий тяжелые страдания (δαίμων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόνητος: -ον, ἐπιφέρων κόπον, δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 515· δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοί τροφήν, μετὰ πόνου ποριζομένην, Σοφ. Ο. Κ. 1614.
Greek Monolingual
δυσπόνητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο
2. αυτός που αποκτάται με κόπο.
Greek Monotonic
δυσπόνητος: -ον (πονέω),
1. αυτός που επιφέρει πόνο και μόχθο, σε Αισχύλ.
2. επίπονος, κουραστικός, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-πόνητος, ον πονέω
1. bringing toil and trouble, Aesch.
2. laborious, Soph.