Anonymous

δυσραγής: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσραγής]], -ές (Α)<br />αυτός που δύσκολα ρήγνυται, [[σπάζει]].
|mltxt=[[δυσραγής]], -ές (Α)<br />αυτός που δύσκολα ρήγνυται, [[σπάζει]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[δύσκολος]] στο [[σπάσιμο]], [[άθραυστος]], σε Λουκ.
}}
}}